ἀλύω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύω Medium diacritics: ἀλύω Low diacritics: αλύω Capitals: ΑΛΥΩ
Transliteration A: alýō Transliteration B: alyō Transliteration C: alyo Beta Code: a)lu/w

English (LSJ)

Att. ἁλύω acc. to Suid., cf. Eust.1636.28, Aeol. ἀλυίω EM 254.16; only pres. and impf.; Poet. (rare in Com.) and late Prose:—
A to be deeply stirred, be deeply excited:
1 from grief, to be distraught, be beside oneself, ἡ δ' ἀλύουσ' ἀπεβήσετο Il.5.352; δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖνα 24.12; ἀλύων = in mad passion, Od.9.398; ἐᾶτέ μ' ὧδ' ἀλύειν S.El.135; τί χρῆμ' ἀλύω; E.Or.277, etc.
2 from perplexity or despair, to be at a loss, be perplexed, ἀλύει δ' ἐπὶ παντί S.Ph.174; ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ ib.1194; ἐν πόνοις ἀλύουσαν Id.OT695; οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν are at our wit's end, Alex.116.13; ἄλλως ἀλύει is wasting her pains, Men.Epit.342; ψυχὴ ἀ. διὰ τὴν ἀπορίαν Plu.Brut.15.
3 to be weary, be listless, be bored, be ennuyé, ἐπὶ τῶν συμποσίων Metrod.Herc.831.13, cf. Plu.2.965a, Ael.VH14.12.
4 to be fretful, be restless, Hp.Epid.1.26.ά, Men.Epit.Fr.4, Gal.18(1).167.
5 struggle, kick, τῶν σκελῶν ἀλυόντων Hld.10.30.
6 from joy or exultation (rarely), to be beside oneself, Od.18.333, A.Th.391, cf. Jac.APp.760.
II later, wander, roam about, Plb.26,1.1, Luc.DMar.13.1, Plu.TG21; lounge idly, Babr.9.[11].
III trans.,to be distraught at, τῶν σκελῶν .. τὴν ἧτταν ἀλυόντων Hld.10.30.4; μετὰ φρεσὶν ἄχθος ἀλύει Opp.H. 4.195. [ῠ Hom., except at the end of the verse, Od.9.398, as A.R. 3.866; ἀλῡοντες in 4th foot, Emp.145, Opp.H.4.195; ῡ always in Trag.]

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἁλύω Luc.DMar.13.1, Gal.18(1).167; eol. ἀλυίω EM 254.17G.
• Prosodia: [ῠ, pero ῡ en final de verso Od.9.398, A.R.3.866, Opp.H.4.195, en el cuarto pie, Emp.B 145 y siempre en trág.]
A intr.
I 1estar fuera de sí, estar excitado por la alegría Od.18.333, 393, A.Th.391
por la pasión ἀλύων ... Ἔρως AP 12.126 (Mel.)
gener. por el sufrimiento estar fuera de sí, estar desesperado, Il.5.352, Od.9.398, ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ S.Ph.1194, ἐᾶτέ μ' ὧδ' ἀ. S.El.135, οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν Alex.116.13, τί χρῆμ' ἀλύω ...; E.Or.277, ἀρκεῖ μίαν ψυχὴν ἀ. E.Fr.908.8, τοιαῦτ' ἀλύει E.Fr.665, ἄλλως ἀλύει en vano se desespera Men.Epit.559, τῆς ψυχῆς ἀλυούσης διὰ τὴν ἀπορίαν Plu.Brut.15.
2 estar agitado, estar inquieto Hp.Morb.2.16, Epid.1.26.11, Men.Epit.Fr.3, Gal.18(1).167.
3 estar perplejo, estar preocupado ἐπὶ παντί S.Ph.174.
II 1aburrirse ἐπὶ τῶν συνποσίων Metrod.Herc.831.13, ἐν θεάτροις Plu.2.965a, cf. Ael.VH 14.12.
2 matar el tiempo, pasar el rato Arr.Epict.3.9.20, Babr.9.11.
III vagar, ir de un lado para otro Ar.Th.2, Plb.26.1.1, Luc.DMar.13.1, Plu.TG 21.
B tr.
I agitar, batir πτέρυγας E.Cyc.434, τῶν σκελῶν ... τὴν ἧτταν ἀλυόντων moviéndose las patas (de un toro derribado) en la derrota Hld.10.30.4.
II preocuparse llevando μετὰ φρεσὶν ἄχθος ἀλύει Opp.H.4.195.
• Etimología: Cf. ἀλάομαι.

German (Pape)

[Seite 111] nur praes. u. impft., irr sein im Geiste (vgl. ἀλεύω), Hom. fünfmal, Od. 18, 333. 393 ἶ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην, hat die Freude dich toll gemacht; 9, 398 τὸν μὲν ἔπειτ' ἔρριψενἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων, außer sich vor Schmerzen, Iliad. 5, 352 ἡ δ' ἀλύουσ' ἀπεβήσετο, völlig außer Fassung; 24, 12 δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός, vom Weh gepeitscht; – vgl. Plut. Aud. poet. 5 über die Bedeutung; VLL. μέση λέξις, χαίρειν καὶ λυπεῖσθαι; Aesch. Sept. 391; Soph. Phil. 174. 1179 El. 133; dem εὐπορεῖν entggstzt Alex. Ath. VI, 237 d; ὀδύνῃ περὶ θυμὸν ἀλύων Ap. Rh. 3, 866; sp. D.; Aesop. 13; Langeweile haben Ael. V. H. 14, 12. Bei Sp. in Prosa = betrübt, verwirrt umherirren, Luc. Dial. mar. 13, 1 Plut. Timol. 14. Das υ ist bei Hom. außer Od. 9, 398 kurz, bei Attikern lang; Sp. Ep. brauchen es nach dem Bedürfniß des Verses lang u. kurz. Od. 18, 333. 393 wollte Ptolem. Askalonit. mit spir. asper lesen ἁλύεις, Scholl. Iliad. 5, 352; Herodian. 24, 12 δινεύεσκ' ἀλύων: ψιλῶς τὸ ἀλύων· δῆλον κἀκ τῆς συναλοιφῆς.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 être agité, être hors de soi (sous l'effet de l'inquiétude, du chagrin, de la passion);
2 être troublé, perplexe, ne savoir que faire;
3 être ennuyé ; errer çà et là, flâner.
Étymologie: ἄλη, ἀλάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλύω: (ᾰ)
1 быть в смятении, метаться, быть вне себя (от горя или боли): ἀλύουσ᾽ ἀπεβήσετο Hom. она ушла потрясенная; ἐᾶν τινα ἀ. Soph. предоставить кому-л. предаваться отчаянию; ἐν πόνοις ἀ. Soph. метаться в мучениях, тяжело страдать; ἀ. λύπᾳ Soph. быть удрученным горем; ἀ. ἐπί τινι Soph. терзаться по поводу чего-л.; τῆς ψυχῆς ἀλυούσης Plut. терзаясь душой;
2 радостно волноваться, ликовать: ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας; Hom. уж не спятил ли ты от радости, что победил Ира?; ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖς Aesch. красуясь своим великолепным вооружением;
3 бродить в волнении, тоскливо блуждать (παρὰ τὰς ὄχθας Luc.);
4 бродить, прохаживаться (ἐν τοῖς περιπάτοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύω: ἢ ἁλύω (ἴδε Σουΐδ. καὶ Γαῖσφ. ἐν λ.). Ποιητ. ῥῆμα εὑρισκόμενον μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐν χρήσει δὲ καὶ παρὰ μεταγενεστέρ. πεζοῖς, ὡς παρὰ τῷ Γαλην., περιπλανᾶται ὁ νοῦς μου ἀνησύχως, 1) ἕνεκα λύπης, εἶμαι ἀνήσυχος, τεταραγμένος, μανιώδης, ἐκτὸς ἐμαυτοῦ, ἡ δ’ ἀλύουσ’ ἀπεβήσετο, Ἰλ. Ε. 352· δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖνα, Ω. 12· ἀλύων, ἐν παραφόρῳ ἀδημονίᾳ, Ὀδ. Ι. 338· ἐᾶτέ μ’ ὧδ’ ἀλύειν, Σοφ. Ἠλ. 135· τί χρῆμ’ ἀλύω; Εὐρ. Ὀρ. 277, κτλ. 2) ἕνεκεν ἀπορίας εὑρίσκομαι ἐν ἀμηχανίᾳ, ἀδημονῶ, δὲν γνωρίζω τί νὰ πράξω, ὡς τὸ ῥῆμα ἀπορέω, ἀλύει δ’ ἐπὶ παντί, Σοφ. Φ. 174· ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ, αὐτόθι 1194· ἐν πόνοις ἀλύουσαν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 695: οἱ μὲν εὐποροῦμεν, οἱ δ’ ἀλύουσιν, εὑρίσκονται ἐν ἀπορίᾳ, εἶναι ἐνδεεῖς, Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 1. 13: - εἶμαι καταπεπονημένος, πλήρης ἀνίας, Αἰλ. Π. Ι. 14. 12. 3) ἕνεκα χαρᾶς ἢ ἀγαλλιάσεως (σπανίως) εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ, Ὀδ. Σ. 333, Αἰσχύλ. Θ. 391· πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 760. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, πλανῶμαι, περιφέρομαι (ἴδε Ἰλ. Ω. 12, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13, Βαβρ. 10. 11, Πλούτ. (Ὑπάρχουσιν οὐκ ὀλίγοι παράλληλοι τύποι, ἀλύσσω, ἀλυκτέω, παθ. παρακ. ἀλαλύκτημαι), ἀλυκτάζω, οἵτινες, ὡς τὸ Λατ. hallucinor, ἅπαντες ἀναφέρονται εἰς περιπλάνησιν τῆς διανοίας καὶ δεικνύουσιν ὅτι ΑΛΥ καὶ ΑΛΥΚ εἶναι ἐκτεταμένοι τύποι τοῦ ΑΛ, ἄλη, ἀλάομαι: - τὸ ἀλύσκω καὶ ἀλυσκάζω φαίνονται ἀνήκοντα εἰς διάφορον ῥίζαν, ἂν καὶ τὸ ἀλύσκω κεῖται ὡς = ἀλύσσω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ., τὸ δὲ ἀλύξω λαμβάνεται ὡς μέλλ. τοῦ ἀλύσσω ὑπὸ τοῦ Ἱπποκρ.). [ῠ παρ’ Ὁμ. πλὴν ἅπαξ ἐν τέλει τοῦ στίχου, Ὀδ. Ι. 398, ὡς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 866, κτλ., ἀλῡοντες εἰς τὸν 4ον πόδα, Ἐμπεδ. 394, Ὀππ.: ῡ ἀείποτε παρὰ Τραγ.].

English (Autenrieth)

(cf. ἀλάομαι): wander in mind, be beside oneself, distraught, with pain, grief (Il. 24.12), or sometimes with joy (Od. 18.333); ἀλύων, ‘frantic with pain,’ Od. 9.398.

Greek Monolingual

ἀλύω και ἀλύω (Α)
1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού
2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά
3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω
4. νιώθω πλήξη, ανία
5. είμαι καταπονημένος
6. είμαι άπορος, με δέρνει η φτώχεια
7. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι
8. γκρινιάζω, δυσανασχετώ, δυσφορώ
9. (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) ἀλύων, -ούσα, -ον
με παράφορο πάθος, σε έξαλλη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό ρήμα γνωστό από την εποχή του Ομήρου με σπάνια χρήση στην κωμωδία. Η λ. απαντά επίσης και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συχνά χρησιμοποιείται και ως ιατρικός όρος. Το ρ. κυριολεκτικά σημαίνει «είμαι εκτός εαυτού» εξαιτίας μιας έντονης συναισθηματικής καταστάσεως (λύπης, απογοητεύσεως, μελαγχολίας, πόνου, φόβου και —σπανιότερα— χαράς). Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε επαυξημένο με -υ- τύπο της ρίζας ἀλ-, η οποία απαντά και στα ρ. ἀλάομαι και ἀλέομαι. Σημασιολογικά όμως αυτοί οι ρηματικοί τύποι δεν έχουν καμιά σχέση με το ἀλύω. Η δάσυνση, κατά τη Σούδα, του ρήματος (ἀλύω) δεν έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά. Συγγενές ετυμολογικά με το ἀλύω είναι και το ρ. ἀλύσσω καθώς και το ουσ. ἀλύκη του Ησυχίου. Οι λ. αυτές σχηματίζονται από επαυξημένο τ. της ρίζας του ρήματος ἀλύω. Επαυξημένη μορφή ρίζας απαντά επίσης και στα συνώνυμα ρ. ἀλυκτῶ (-έω), ἀλυκτάζω. Με το ρ. ἀλύω συνδέονται ετυμολογικά επίσης και οι ρηματικοί τ. ἀλυστάζω (συνώνυμο του ἀλύω) και ἀλυσταίνω «ασθενώ», από όπου και ο τ. ἀλυσθαίνω (πιθ. με επίδραση της λ. ἀσθενής). Τέλος ο τ. ἀλυσθμαίνω αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. ἀλυσθαίνω με κατάλ. -μαίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλυς, ἀλυσθαίνω, ἄλυσις, ἄλύσκω, ἀλυσμός, ἄλύσσω].

Greek Monotonic

ἀλύω: ή ἁλύω, Αιολ. ἀλυίω (συγγενές προς το ἀλάομαι),
I. περιπλανιέμαι νοητικά·
1. από λύπη, είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· βρίσκομαι εκτός εαυτού, σε Όμηρ., Σοφ.
2. από απορία, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, δεν ξέρω τι να κάνω, ἀλύει δ' ἐπὶ παντί, στον ίδ.· ἀλ. λύπᾳ, ἐν πόνοις, στον ίδ.
3. από χαρά ή ενθουσιασμό, αγαλλίαση, βρίσκομαι εκτός εαυτού, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. περιφέρομαι ή περιπλανιέμαι τριγύρω, σε Λουκ., Βάβρ. (το στον Όμηρ., το άπαξ στην Οδ. και στους Τραγ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be beside oneself, from pain, anguish' (Il.).
Other forms: only present, except ἀλαλύσθαι φοβεῖσθαι, ἀλύειν H.,
Derivatives: Retrograde ἄλυς id. (Hp.). With -κ- ἀλύκη distress, anguish; s. also ἀλάλυγξ. - Verbs: ἀλύσκω / ἀλύσσω, fut. ἀλύξω = ἀλύω (Hom.). Further ἀλυκ-τέω, perf. ἀλαλύκτημαι (Hom.), cf. Bechtel Lex. s. ἀλύω. - Also: ἀλυστάζω, ἀλυσταίνω cf. Schwyzer 706: 4. Further ἀλυσθμαίνω, ἀλυδμαίνειν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀλύω is considered an u-derivation of ἀλ- in ἀλάομαι (q.v.) and/or ἀλέομαι which is an improbable guess. Connection with Hitt. ḫallu- violence, brawl? An alternative connection is that with Hitt. alwanza- subject to wichcraft; Puhvel gives an improbable reconstruction.

Middle Liddell

akin to ἀλάομαι only in pres. and imperf.] [υ short in Hom., ῡ once in Od. and in Trag.]
I. to wander in mind .
1. from grief, to be ill at ease, be distraught, Il.: to be beside oneself, Hom., Soph.
2. from perplexity, to be at a loss, not know what to do, ἀλύει δ' ἐπὶ παντί Soph.; ἀλ. λύπαι, ἐν πόνοις, Soph.
3. from joy or exultation, to be beside oneself, Od., Aesch.
II. to wander or roam about, Luc., Babr.

Frisk Etymology German

ἀλύω: {alúō}
Forms: nur Präsensstamm bis auf ἀλαλύσθαι· φοβεῖσθαι, ἀλύειν H.,
Grammar: v.
Meaning: außer sich sein, vor Schmerz, vor Angst, gelegentlich auch vor Freude, irren (poet. seit Il., späte Prosa).
Derivative: Nominale Ableitungen, vorwiegend von den Medizinern gebraucht: ἀλυσμός mit ἀλυσμώδης, ἄλυσις, ἀλύκη Angst, Unruhe; s. auch ἀλάλυγξ. Retrograde Bildung ἄλυς Unruhe, auch Langeweile (Hp., Zeno, Plu. u. a.). — Verbale Bildungen: ἀλύσκω mit ἀλυσκάζω und ἀλυσκάνω s. 2. ἀλέα. — ἀλύσσω, Fut. ἀλύξω = ἀλύω (ep. ion.), -σσω wohl nur erweiternd; Stamm ἀλυκ-, vgl. ἀλύκη, jedoch nicht ausgeschlossen. Ein κ-Element auch in ἀλυκτέω, Perf. ἀλαλύκτημαι (ep. ion.) sich ängstigen und in dem erweiterten ἀλυκτάζω sich ängstigen, irren (B., Hdt.), vgl. Schwyzer Mélanges Pedersen 70, Bechtel Lex. s. ἀλύω. — Weiterbildungen auf -στάζω, -σταίνω (vgl. Schwyzer a. O., Gramm. 706: 4): ἀλυστάζω· ἀλύω H. und ἀλυσταίνω, ἀλυσθαίνω H., EM; die Form mit θ (auch Nik.) vielleicht in Anlehnung an ἀσθενής, -έω, vgl. ἀλυσθένεια· ἀσθένεια EM 70, 45. Außerdem ἀλυσθμαίνω schwach, krank sein (Kall.) und ἀλυδμαίνειν· ἀλύειν, ἀπορεῖν H.; Näheres bei Debrunner IF 21, 23.
Etymology: ἀλύω wird wie ἀλέομαι (s. 2. ἀλέα) als eine u-Erweiterung (Vorbild?) von ἀλ- in ἀλάομαι (s. d.) betrachtet. Über die verfehlte Zusammenstellung mit aind. roṣati aufgebracht sein s. WP. 1, 88 A. 1, Pok. 27 A. 2.
Page 1,80-81