αλωπεκία
Greek Monolingual
η (Α ἀλωπεκία)
αρρώστια, κατά την οποία παρατηρείται πτώση ή προσωρινή έλλειψη τών τριχών, κυρίως δε τών τριχών του κεφαλιού, η ψώρα τών αλεπούδων
αρχ.
1. φωλιά της αλεπούς
2. πληθ. αἱ ἀλωπεκίαι, φαλακρά τμήματα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλωπεκ- θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωπεκικός, αλωπεκιώ].