αλωπεκοειδής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλωπεκοειδής)
αυτός που μοιάζει με αλεπού, ο αλεπουδήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + -ειδής < εἶδος.