ἀλωπεκοειδής
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ἀλωπεκοειδές, like fox, Gal.4.604.
Spanish (DGE)
-ές
de aspecto zorruno ya que se le considera cruce de perro y zorra κύων Gal.4.604.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλωπεκοειδής)
αυτός που μοιάζει με αλεπού, ο αλεπουδήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + -ειδής < εἶδος.