αμάξωμα

Greek Monolingual

το (ή πήγμα, κν. καροσερί)
τεχνολ. τμήμα τών τροχοφόρων οχημάτων με προορισμό την προστασία τών επιβατών και του κινητήρα με τα συστήματά του από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος < άμαξα + κατάλ. -ωμα].