αμαρτωλή

Greek Monolingual

ἁμαρτωλή, η (Α)
η αμαρτία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτάνω.
ΠΑΡ. ἁμαρτωλός
αρχ.
ἁμαρτωλία.