αμαρτία
Greek Monolingual
η (Α ἁμαρτία)
1. παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας, αμάρτημα
2. παράνομη, αθέμιτη πράξη ή συμπεριφορά, παράπτωμα, αδίκημα
νεοελλ.
1. ευθύνη για κάποιο αμάρτημα
2. κακή σύμπτωση, ατυχία, κακοτυχία
3. σαρκικό αμάρτημα, συνουσία
4. ψυχική στενοχώρια, ταλαιπωρίες, βάσανα
5. το προπατορικό αμάρτημα
6. (μετων.) αμαρτωλός
7. φρ. «αυτός είναι παλιά αμαρτία», γέρασε μέσα στις αμαρτίες
«για τις αμαρτίες μου βρέθηκες μπροστά μου;», για να μέ βασανίζεις;
«είναι αμαρτία απ' τον Θεό», είναι κρίμα, είναι άδικο, δεν πρέπει να γίνει κάτι
«έχω αμαρτίες Κολοκοτρωνέικες», έχω μεγάλα και αλλεπάλληλα βάσανα
«παίρνω πάνω μου την αμαρτία», αναλαμβάνω την ευθύνη παράνομης πράξης άλλου
6. «πληρώνω αμαρτίες», τιμωρούμαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποφέρω
7. «σιχαίνομαι κάποιον σαν τις αμαρτίες μου», δηλ. πάρα πολύ (για απεχθή πρόσωπα)
αρχ.
1. αστοχία, αποτυχία
2. σφάλμα, πλάνη
3. φρ. «ἁμαρτία δόξης», σφάλμα κρίσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτάνω.
Translations
Afrikaans: sonde; Aklanon: saea'; Albanian: mëkat; Altai Northern Altai: кыял; Southern Altai: кӱне; Amharic: ኀጢአት; Arabic: خَطِيئَة, إِثْم, ذَنْب, مَعْصِيَة, خِطْء; Egyptian Arabic: ذنب; Armenian: մեղք; Aromanian: picat, amãrtii; Assamese: পাপ; Asturian: pecáu; Azerbaijani: günah; Bashkir: гонаһ; Basque: bekatu; Belarusian: грэх; Bengali: পাতক, পাপ; Bulgarian: грях; Burmese: မှားယွင်းခြင်း, အပြစ်; Catalan: pecat; Cebuano: sala; Cherokee: ᎠᏍᎦᏂ; Chinese Cantonese: 罪; Dungan: зуй; Hakka: 罪; Mandarin: 罪, 孽; Min Bei: 罪; Min Dong: 罪; Min Nan: 罪; Wu: 罪; Cornish: pehas, pegh; Czech: hřích; Dalmatian: pecat, blasmuat; Danish: synd; Dutch: zonde; English Old English: synn, sċyld; Esperanto: peko; Estonian: patt; Faroese: synd; Finnish: synti; French: péché; Friulian: pecjât, pečhât; Galician: pecado; Georgian: ცოდვა; German: Sünde; Yiddish: זינד; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌰𐌿𐍂𐌷𐍄𐍃; Greek: αμάρτημα, αμαρτία; Ancient Greek: ἁμάρτημα, ἁμαρτία; Greenlandic: ajortuliaq; Gujarati: પાપ; Hausa: zùnubì; Hawaiian: lawehala; Hebrew: חֵטְא; Higaonon: sala; Hindi: पाप, गुनाह, ख़ता; Hungarian: bűn, vétség, vétek; Hunsrik: Sind; Icelandic: synd; Ido: peko; Indonesian: dosa; Interlingua: peccato; Irish: peaca; Istro-Romanian: pecåt; Italian: peccato, colpa; Japanese: 罪; Javanese: dosa; Kalmyk: килнц; Kannada: ಪಾಪ; Kazakh: күнә, обал; Khmer: បាប, អំពើបាប, ទោស; Korean: 죄(罪); Kurdish Northern Kurdish: gûneh, guneh; Kyrgyz: күнөө; Laboya: jala; Lao: ບາບ; Latin: peccatum, scelus; Latvian: greks; Lithuanian: nuodėmė; Lombard: peccaa; Luhya: ethambi, obusuku; Luxembourgish: Sënn, Sënd; Macedonian: грев; Malay: dosa; Malayalam: പാപം; Maltese: dnub; Manx: peccah; Maranao: dosa, sala'; Marathi: पाप; Meru: iiya; Mongolian: нүгэл; Navajo: bąąhági átʼéii; Neapolitan: peccato; Nepali: पाप; Norman: péché; Norwegian Norwegian Bokmål: synd; Norwegian Nynorsk: synd; Occitan: pecat; Old Church Slavonic: грѣхъ; Old East Slavic: грѣхъ; Oromo: cubbuu; Pashto: ګناه, ګناه ګاري; Persian: گناه; Plautdietsch: Sind, Äwaträdunk; Polish: grzech, przewina, występek; Portuguese: pecado; Punjabi: ਪਾਪ; Romanian: păcat; Romansch: putgà, puchà, puccau; Russian: грех; Sami Northern Sami: suddu; Southern Sami Sanskrit: पाप, आगस्, एनस्; Sardinian: pecadu, pecau; Scottish Gaelic: peacadh; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̑х, грије̑х; Roman: grȇh, grijȇh; Shor: қыйал; Sicilian: piccatu; Sinhalese: පාපය; Slovak: hriech; Slovene: greh; Sorbian Lower Sorbian Upper Sorbian: hrěch; Spanish: pecado; Swahili: dhambi; Swedish: synd; Tagalog: kasalanan; Tajik: гуноҳ; Tamil: பாவம், பாவம்; Tatar: гөнаһ; Telugu: పాపము; Thai: บาป; Tocharian B: tranko; Turkish: günah, vebal; Turkmen: günä, günää; Tuvan: бачыт; Ukrainian: гріх; Urdu: گناہ, پاپ, خطا; Uyghur: گۇناھ; Uzbek: gunoh; Vietnamese: tội, tội lỗi; Volapük: sinod; Welsh: pechod; Western Bukidnon Manobo: sala'; Zazaki: guna, heyf