ἀμβλωπός, -όν (Α)1. αυτός που έχει αδύνατη όραση2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση3. μτφ. θολός, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὤψ «μάτι»].