αμεταμέλητος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμεταμέλητος, -ον) μεταμέλομαι
(για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος
αρχ.
1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς
2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το οποίο να μετανιώσει.