αμπαλάρω

Greek Monolingual

συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. -άρω.
ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος].