αμπελοκτηματίας

Greek Monolingual

ο
ιδιοκτήτης αμπελώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + κτηματίας. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1852 στην εφημερίδα «Βελτίωσις»].