Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀμπελουργῶ (-έω) (Α) ἀμπελουργός1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ.