ἀμπελουργός
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ὁ, vine-dresser, Ar.Pax 190, Hp.Epid.4.25, IG2.1055, Thphr. CP 2.4.8, PPetr.3p.59; title of plays by Amphis and Alexis; cf. ἀμπελοεργός.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἀμπελοεργός AP 6.56 (Maced.)
1 que sirve para cultivar o trabajar la vid, δρέπανον podadera, SEG 13.13.129 (Atenas V a.C.), cf. IG 22.1526.8.
2 subst. ὁ ἀ. viñador Ar.Pax 190, Hp.Epid.4.25, IG 22.2492.17 (IV a.C.), PCair.Zen.317.5 (III a.C.), PEnteux.65.6 (III a.C.), AP l.c., Thphr.CP 2.4.8, LXX 4Re.25.12, Eu.Luc.13.7, Ph.1.329, Philostr.Her.proem.1, PSI 888.4 (IV a.C.), POxy.1833.5 (V a.C.), SB 7369.4 (VI a.C.)
•tít. de una comedia de Alexis AB 82.4, y de Amfis. Stob.4.18.1.
German (Pape)
[Seite 129] ὁ, = ἀμπελοεργός, Winzer, Ar. P. 190; N.T. auch adj.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
vigneron.
Étymologie: ἄμπελος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελουργός: ὁ виноградарь Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργός: ὁ, (*ἔργω), ὁ καλλιεργῶν ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 17: πρβλ. ἀμπελοεργός.
English (Strong)
from ἄμπελος and ἔργον; a vine-worker, i.e. pruner: vine-dresser.
English (Thayer)
ὁ, ἡ (from ἄμπελος and ΑΡΓΩ), a vinedresser: Aristophanes, Plutarch, Geoponica, others; the Sept. for כֹּרֵם.)
Greek Monolingual
ο (Α ἀμπελουργός)
καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ
αρχ.
ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα
νεοελλ.
αμπελουργικώς].
Greek Monotonic
ἀμπελουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που καλλιεργεί αμπέλια, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
[*ἔργω
a vine-dresser, Ar., etc.
Chinese
原文音譯:¢mpelourgÒj 暗胚而-烏而哥士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:葡萄樹-行為(者)
字義溯源:葡萄園管理者,園丁,管園的;由(ἄμπελος)*=葡萄樹)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 管園的(1) 路13:7