αμπλάκημα
Greek Monolingual
ἀμπλάκημα, το (Α)
σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].
ἀμπλάκημα, το (Α)
σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].