ἀμπλακίσκω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
v. ἀμπλακεῖν.
Spanish (DGE)
(ἀμπλᾰκίσκω) • Alolema(s): dór. ἀμβ-
• Morfología: [gener. aor. ἤμπλᾰκον A.A.1212; impf. dór. ἀμβλάκισκον Phint.p.36; part. aor. ἀπλακών E.Alc.242, IA 124; perf. pas. ἠμπλάκηται A.Supp.916]
1 c. gen. gener. en aor. perder, verse privado νόστου Simon.135.4D., τοῦδ' (φωτός) S.Ant.910, γυναικὸς ἐσθλῆς E.Alc.1083, cf. 242, λέκτρων E.IA 124
•no tener, carecer de ἀνορέας Pi.O.8.67, μόρου S.Ant.554, cf. 1234
•en pres. no alcanzar, extraviarse de ὅκκα ... ὁ νόος τᾶς ψυχᾶς ἀμβλακίσκῃ Theag.1.
2 abs., gener. en aor. no atinar, equivocarse Archil.215
•errar, pecar πὰρ θεοῖς Ibyc.29.2, γνώσῃ γὰρ αὖθις ἀμπλακών E.Hipp.892, ἣ δ' ἀμπλακοῦσα συννοσεῖν αὑτῇ θέλει E.Andr.948, cf. Fr.806, c. ac. int. ὡς τάδ' ἤμπλακον A.A.1212, cf. en v. pas. τί δ' ἠμπλάκηται τῶνδ' ἐμοὶ δίκης ἄτερ; A.Supp.916
•en pres. ἐπὶ τούτοις Phint.l.c., τοῖς ... ἀμπλακίσκουσι συγγνώμας ἀπομερίζοισα Diotog.2.
German (Pape)
[Seite 129] (πλάζω?), praes. Theag. bei Stob. 1, 67, in dor. Form ἀμβλακίσκω ib. 1, 68; aor. ἀμπλακεῖν, ἤμπλακον, dor. ἤμβλακον, Archil. fr. 41 bei Clem. Al. Strom. VI, 738, 25; wo die erste Sylbe kurz sein soll ἀπλακών, Eur. Alc. 248; I. A. 124 (vgl. ἀπλάκημα), obwohl die mss. ἀμπλακών haben und Seidler immer ἀμπλ. schreiben will; perf. pass. ἠμπλάκηται, Aesch. Suppl. 894; fehlen, irren, τάδε, hierin, Aesch. Ag. 1185; pass. τί δ' ἠμπλάκηται ἐμοί; was für ein Fehler ist von mir begangen worden? Suppl. 894. Gew. τινός, etwas verfehlen, entbehren, ἀνορέας Pind. Ol. 8, 67 u. Tragg., wie Soph. Ant. 550; Eur. Alc. γυναικὸς ἐσθλῆς 420. 1086; λέκτρ' ἀμπλακών Iph. A. 124; ἀμπλακὼν παρὰ θεοῖς Ibyc. bei Plat. Phaedr. 242 d.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., ao.2 ἤμπλακον et pf. Pass. 3ᵉ sg. ἠμπλάκηται;
I. faillir : ὡς τάδ' ἤμπλακον ESCHL depuis que j'ai commis cette faute ; τί δ' ἠμπλάκηται τῶνδέ μοι ; ESCHL laquelle de ces fautes ai-je commise ?;
II. manquer le but, d'où
1 ne pas obtenir, gén.;
2 perdre, gén. .
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπλᾰκίσκω: (только aor. 2 ἤμπλακον и 3 л. sing. pf. pass. ἠμπλάκηται)
1 не получать, не достигать: ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pind. не лишенный доблести; ἀμπλακεῖν τινος Soph. не попасть в кого-л.; ἀμπλακεῖν τοῦ μόρου τινός Soph. не суметь разделить чьей-л. участи;
2 терять, лишаться (τινός Soph., Eur.);
3 совершать оплошность, давать промах, ошибаться Aesch., Eur.: τί δ᾽ ἠμπλάκηται τῶνδέ μοι; Aesch. в чем же я здесь провинился?;
4 грешить (παρὰ θεοῖς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπλακίσκω: ἴδε ἐν λ. ἀμπλακεῖν.
English (Slater)
ἀμπλᾰκίσκω miss, fall short of c. gen. ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν (O. 8.67)
Greek Monolingual
ἀμπλακίσκω (Α)
1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι
2. χάνω, στερούμαι
3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός τύπος είναι ἀμβλακεῖν (Αρχίλοχος), τότε πιθ. να συνδέεται με το ἀμβλίσκω και το βλάξ, αλλά μια τέτοια σύνδεση δεν ερμηνεύεται πειστικά ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον.
Greek Monotonic
ἀμπλακίσκω: βλ. ἀμπλακεῖν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: miss, fail; lose; sin (Archil.).
Other forms: also ἀμβλακίσκω; late and rare present to aor. ἤμπλακον (ἤμβ-), perf. Pass. ἠμπλάκημαι. Note ἀπλακών (E. Alc. 242, IA 124), ἀναπλάκητος (S. OT 472).
Dialectal forms: not Attic
Derivatives: ἀμπλακία fault (Hp.) with ἀμπλακιῶτις f. = ἱερὰ νόσος (Poet. de herb.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with ἀμβλίσκω, which DELG rejects both as regards the form and the meaning. Not to βλάξ either. S. J. Schmidt KZ 37, 28f., Schwyzer 210: 4. Both the presence / absence of the nasal and the variation voiced / voiceless is typical for substr. words; s. Fur. 281f. (to πλάζομαι Blanc, Nomina rerum 79-85.)
Frisk Etymology German
ἀμπλακίσκω: auch ἀμβλακίσκω,
{amplakískō}
Forms: spätes und seltenes Präsens zu Aor. ἤμπλακον (ἤμβ-), Perf. Pass. ἠμπλάκημαι
Grammar: v.
Meaning: fehlen, sich vergehen, verlieren (poet., nicht Hom.).
Derivative: Nomina actionis: ἀμπλακία Vergehen (poet.) mit ἀμπλακιῶτις f. = ἱερὰ νόσος (Poet. de herb.); daneben ἀμπλάκιον (Pi. P. 11, 26) und ἀμπλάκημα (poet. und späte Prosa).
Etymology: Wenn die Schreibung mit -β- ursprünglich wäre, könnte man an ἀμβλίσκω, viell. auch an βλάξ weich, schlaff denken (vgl. Ehrlich Betonung 55). Dies ist aber höchst zweifelhaft, s. J. Schmidt KZ 37, 28f., Schwyzer 210: 4. Somit muß ἀμπλακίσκω als noch unerklärt gelten.
Page 1,95-96
Mantoulidis Etymological
(=ἀποτυχαίνω, ἁμαρτάνω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τό: βλάξ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμπλακία, ἀμπλάκημα (=σφάλμα), ἀναμπλάκητος (=ἀναμάρτητος).