αμφιάζω

Greek Monolingual

ἀμφιάζω (Α)
(μεταγενέστερο αντί του ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφὶ- + -άζω, αναλογικά με τα ρ. σε -άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. ἀμφιέζω.
ΠΑΡ. ἀμφίασις, ἀμφίασμα.