Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αμφικλινής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνωνεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του αρχ. αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ἀμφι- + -κλινής<κλίνω.