αμφιμυκώμαι

Greek Monolingual

ἀμφιμυκῶμαι (-άομαι) (Α)
1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας
2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μυκῶμαι].