αντηχώ

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντηχῶ, ἀντηχέω)
ανακλώ ήχο, αντιλαλώ
νεοελλ.
ηχώ, ακούγομαι
αρχ.
1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός
2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση
3. εκφράζω αντίθεση με φωνές
4. αντιλέγω.