αντηχώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(AM ἀντηχῶ, ἀντηχέω)
ανακλώ ήχο, αντιλαλώ
νεοελλ.
ηχώ, ακούγομαι
αρχ.
1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός
2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση
3. εκφράζω αντίθεση με φωνές
4. αντιλέγω.