ανάδηλος

Greek Monolingual

ἀνάδηλος, -ον (Α)
πασίδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δηλος < δῆλος «φανερός».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναδηλῶ].