ανάπαλση

Greek Monolingual

η (Α ἀνάπαλσις) ἀναπάλλω
εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση
νεοελλ.
(για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία.