αναπήδηση

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

η (Α ἀναπήδησις)
1. πήδημα προς τα επάνω, εκτίναξη, πέταγμα
2. αιφνίδιο σκίρτημα (κυρίως από έκπληξη ή φόβο)
νεοελλ.
1. (για υγρά) ξεπήδημα, ανάβλυση
2. μετατόπιση πράγματος μετά από έκρηξη.