αναπήδηση

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναπήδησις)
1. πήδημα προς τα επάνω, εκτίναξη, πέταγμα
2. αιφνίδιο σκίρτημα (κυρίως από έκπληξη ή φόβο)
νεοελλ.
1. (για υγρά) ξεπήδημα, ανάβλυση
2. μετατόπιση πράγματος μετά από έκρηξη.