(και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα)ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)].