ανάσυρση

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασύρω, η ανέλκυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασύρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Παν. Ζάνο, δραματικό ποιητή].