ανέλκυση

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνέλκυσις)
έλκυση προς τα πάνω, ανύψωση, (κυρίως) η ανάσυρση πλοίων ή εξαρτημάτων από τον βυθό.