ανήδυντος

Greek Monolingual

ἀνήδυντος, -ον (Α) ηδύνω
1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος
2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός.