απωθητικός

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο ικανός ή ο κατάλληλος για απώθηση
2. αυτός που προκαλεί δυσφορία ή αποτροπιασμό, αποκρουστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ιωάννη Πύρλα].