απωθητικός
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο ικανός ή ο κατάλληλος για απώθηση
2. αυτός που προκαλεί δυσφορία ή αποτροπιασμό, αποκρουστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ιωάννη Πύρλα].