Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο (AM ἀνήλικος, -ον)ο μη ενήλικος, αυτός που βρίσκεται ακόμη στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί.