ενήλικος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.