ἀνίσχιος, -ον (Α)(για πουλιά) αυτός που έχει άσαρκα σκέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -ισχιος < ισχίον «η κοιλότητα που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού, η κοτύλη»].