κοιλότητα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
η (AM κοιλότης) κοίλος
1. η ιδιότητα ή η μορφή του κοίλου
2. το βαθούλωμα, το κοίλωμα
νεοελλ.
ανατ. κάθε κοίλος χώρος του σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα της λεκάνης»)
αρχ.
1. αρχιτ. κοίλο καλούπι, μήτρα
2. μτφ. έλλειψη μετρητών χρημάτων.