Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανίσωση
Greek Monolingual
η (Α ἀνίσωσις) [ἀνισῶ (II)] νεοελλ. μαθ. η ανισότητα που περιέχει μία ή περισσότερες μεταβλητές, όπου καθορίζεται και το σύνολο που αυτές διατρέχουν αρχ. ανισότητα.