ἀνίσωσις
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, ἀνισόω,
A equalisation, equalization, Th.8.87, Pl.Lg.740e.
II (ἀ- priv.) inequality, Mich. in EN15.22.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de igualar a dos bandos contendientes, Th.8.87
•fijación exacta τῶν πεντακισχιλίων καὶ τετταράκοντα οἴκων Pl.Lg.740c.
-εως, ἡ
desigualdad Mich.in EN 15.22, Simp.in Ph.433.17.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ, Ausgleichung, Thuc. 8, 87; Plat. Legg. V, 740 e.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'égaliser.
Étymologie: ἀνισόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίσωσις: εως ἡ уравнивание, выравнивание Thuc., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσωσις: [ῐ], -εως, ἡ, ἐξίσωσις, Θουκ. 8. 87, Πλάτ. Νόμ. 740Ε.
Greek Monotonic
ἀνίσωσις: [ῐ], -εως, ἡ (ἀνισόω), εξίσωση, σε Θουκ.