η (Α ἀναβάθρα)κινητή σκάλα (στα νεοελλ. κυρίως η εξωτερική κινητή σκάλα τών πλοίων)μσν.ξύλινη εξέδρααρχ.κάθισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βάθρα < βαίνω].