(Α ἀναβλέπω)1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω,2. ανακτώ την όραση μουαρχ.ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλέπω.ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις].