αναθαυμάζω

Greek Monolingual

ἀναθαυμάζω)
νεοελλ.
θαυμάζω πολύ, αποθαυμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θαυμάζω. Το αρχ. ἀναθαυμάζω είναι επιτ. του θαυμάζω.