αναθύω

Greek Monolingual

(I)
ἀναθύω (Α)
1. ξαναθυσιάζω
2. αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θύω Ι].
(II)
ἀναθύω (Α)
αναπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θύω ΙΙ].