αναιρέσιμος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που επιδέχεται δικαστική αναίρεση, που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο ακυρώσιμος
2. αυτός που μπορεί να τον αναιρέσει κανείς, ο διαψεύσιμος
3. αυτός που μπορεί να τον αθετήσει κανείς, ο αθετήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση (-ις)
ΠΑΡ. αναιρεσιμότητα (-της). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].