αναίρεση
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Greek Monolingual
η (Α ἀναίρεσις)
1. ανατροπή, ανασκευή (επιχειρημάτων, ισχυρισμού κ.λπ,)
2. αθέτηση, ακύρωση, κατάργηση, ανάκληση
3. θανάτωση, φόνος (ειδ. στα νεοελλ., η ανθρωποκτονία που διαπράττεται απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής)
νεοελλ.
(ως νομ. όρος)
1. ένδικο μέσον με το οποίο ζητείται από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου η ακύρωση αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου ως νομικά εσφαλμένης
2. δικαστική κύρωση αυτής της αιτήσεως
αρχ.
1. ανάληψη και μεταφορά κάποιου πράγματος
2. (για νεκρούς) περισυλλογή και ταφή
3. επιχείρηση, ανάληψη έργου
4. κατεδάφιση, καθαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναιρέσιμος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναιρεσιβάλλω].