ανακάθιση

Greek Monolingual

η
1. ανόρθωση μόνο του κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα
2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζω
νεώτ. λόγιο σύνθετο].