η1. ανόρθωση μόνο του κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζωνεώτ. λόγιο σύνθετο].