αναρρόφηση
Greek Monolingual
η (Α ἀναρρόφησις)
το ρούφηγμα υγρού με σωλήνα
λ. της Κοινής Νεοελληνικής αντί του ορθού επιστημονικού όρου εισρόφηση.
η (Α ἀναρρόφησις)
το ρούφηγμα υγρού με σωλήνα
λ. της Κοινής Νεοελληνικής αντί του ορθού επιστημονικού όρου εισρόφηση.