αναρύτω

Greek Monolingual

ἀναρύτω (Α)
αντλώ, βγάζω νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρύτω (αττ. τ. του αρύω «αντλώ»).
ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις].