αντλώ

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

(Α ἀντλῶ, -έω)
νεοελλ.
παίρνω κάποιο υγρό με αντλία
αρχ.
1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου
2. παίρνω νερό από κάπου
3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῖν» — το να ματαιοπονεί κάποιος
4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή μέσο
β) (για μόχθους, παθήματα) υπομένω μέχρι τέλους
γ) κατασπαταλώ, ασωτεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άντλος, ο.
ΠΑΡ. άντλημα, άντληση(-ις), αντλητήρας (-τήρ).
ΣΥΝΘ. εξαντλώ
αρχ.
αναντλώ, απαντλώ, διαντλώ, εισαντλώ, ενατλώ, επαντλώ, καταντλώ, μεταντλώ, μετεξαντλώ, περιαντλώ, προαπαντλώ, προεξαντλώ, προσαντλώ, συναντλώ, συνεξαντλώ, υπαντλώ, υπεξαντλώ
νεοελλ.
κατεξαντλώ].