αναστάσιμος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναστάσιμος, -ον)
ο σχετικός με την Ανάσταση του Σωτήρος
νεοελλ.
αυτός που καλλωπίστηκε και φόρεσε την πιο επίσημη περιβολή ή ενδυμασία του.