ανασταλτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασταλτικός, -ή, -όν) αναστέλλω
ο ικανός να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά
(για τμήμα μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την αναστολή της κίνησης της λειτουργίας.
-ή, -ό (Α ἀνασταλτικός, -ή, -όν) αναστέλλω
ο ικανός να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά
(για τμήμα μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την αναστολή της κίνησης της λειτουργίας.