ἀνασταλτικός

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασταλτικός Medium diacritics: ἀνασταλτικός Low diacritics: ανασταλτικός Capitals: ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anastaltikós Transliteration B: anastaltikos Transliteration C: anastaltikos Beta Code: a)nastaltiko/s

English (LSJ)

ἀνασταλτική, ἀνασταλτικόν, fitted for checking, λύπης Ael.VH7.3; θεραπεία Gal.12.664.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
reductor, curativo λύπης Ael.VH 7.3, θεραπεία Gal.12.66.4.

German (Pape)

[Seite 208] zurücktreibend, hemmend, von ἀναστέλλω, Sp., z. B. λύπης, Ael. V. H. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à resserrer, à comprimer.
Étymologie: ἀναστέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασταλτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναστέλλειν, κωλύειν, λύπης Αἰλ. Π. Ἱ. 7. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασταλτικός, -ή, -όν) αναστέλλω
ο ικανός να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά
(για τμήμα μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την αναστολή της κίνησης της λειτουργίας.