ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω)μσν.ανασκάπτω, καταστρέφωαρχ.ενεργ.1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο3. (μέσ., -ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι.