αναχέω

Greek Monolingual

ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω)
μσν.
ανασκάπτω, καταστρέφω
αρχ.
ενεργ.
1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο
3. (μέσ., -ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι.