ανασκάπτω
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
(AM ἀνασκάπτω)
1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος
2. ξεριζώνω, ξεχώνω
3. (στη γλώσσα της Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα
4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά.