ανδράγρια

Greek Monolingual

ἀνδράγρια, τα (Α)
τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αγρια, πληθ. του -αγριον < άγρα «κυνήγι»].