άγρα

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

η (Α ἄγρα)
καταδίωξη και σύλληψη ζώων, πτηνών κ.λπ., θήρα, κυνήγι
νεοελλ.
επιδίωξη, επίμονη αναζήτηση
αρχ.
1. τρόπος κυνηγιού
2. ψάρεμα
3. θήραμα, αλίευμα, λάφυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ρ. ἀγρῶ βλ. λ., το σανσκρ. ghāse -ajra- (= παρακινώ σε φάγωμα, σπάραγμα) και το αρχ. ιρλανδ. ār (= ήττα, σφαγή).
ΠΑΡ. αρχ. ἀγραῖος, ἀγρεύς, ἀγρεύω, ἀγρότερος (Ι), άγρότης (II) ἀγρώσσω, ἀγρώστης, μσν. ἀγράριον.
ΣΥΝΘ. βοάγριον, ζωγρέω, θήραγρος, πάναγρος, ποδάγρα κ.ά.].